- φεγγάριασμα
- το, -ατος1. η κακή επίδραση του φεγγαριού.2. η ασθένεια ίκτερος, που, όπως πιστεύεται, προκαλείται από την κακή επίδραση του φεγγαριού, το ηλιόκρουγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.